- τοκοχρεολύσιο(ν)
- τοκοχρεωλύσιο[ν] τό сумма, периодически уплачиваемая в погашение части долга и процентов с него
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοκοχρεολύσιο — το ποσό που πληρώνεται κατά διαστήματα για εξόφληση του αντίστοιχου τόκου και μέρους του κεφαλαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοκοχρεωλυτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τοκοχρεωλύσιο 2. φρ. α) «τοκοχρεωλυτικό δάνειο» δάνειο που εξοφλείται με τοκοχρεωλύσια β) «τοκοχρεωλυτικοί πίνακες» (οικον.) ειδικοί πίνακες που βοηθούν την εξεύρεση ενός τοκοχρεωλυσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek